κηριοποιος

κηριοποιος
    κηριοποιός
    κηριο-ποιός
    2
    приготовляющий соты (sc. τὰ ἔντομα Arst.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κηριοποιος" в других словарях:

  • κηριοποιός — κηριοποιός, όν (Α) αυτός που κατασκευάζει κηρήθρα («ἔστι δὲ ταῡτα, ὅσα κηριοποιά, οἷον αἱ μέλιτται καὶ τὰ παραπλήσια τὴν μορφή ν», Αριστοτ.) …   Dictionary of Greek

  • κηριοποιά — κηριοποιός making honeycombs neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»